παραφροσύνῃ

παραφροσύνῃ
παραφροσύνη
wandering of mind
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραφροσύνη — wandering of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνη — η χάσιμο του λογικού, τρέλα, πράξη ασύνετη: Αυτό που έκαμες ήταν παραφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφροσύνη — η, ΝΜΑ [παράφρων, ονος] η κατάσταση τού παράφρονα, η απώλεια τού λογικού, τρέλα νεοελλ. ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη αρχ. φρενικό παραλήρημα …   Dictionary of Greek

  • παραφροσύναι — παραφροσύνη wandering of mind fem nom/voc pl παραφροσύνᾱͅ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηι — παραφροσύνῃ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσυνῶν — παραφροσύνη wandering of mind fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύναις — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνην — παραφροσύνη wandering of mind fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνης — παραφροσύνη wandering of mind fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηφι — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”